Greek Meaning of impatient
Ανυπόμονος
Other Greek words related to Ανυπόμονος
- ανήσυχος
- φλογερός
- πρόθυμος
- πρόθυμος
- ενθουσιώδης
- ενθουσιασμένος
- Πεινασμένος
- ανυπόμονος
- ανυπόμονος
- τρελός
- επιθυμητός
- μεγάλος, καταπληκτικός
- Ταιριαστός
- Γεμάτος ενθουσιασμό και αφοσίωση
- χαρούμενος
- ενδιαφέρομαι
- απότομος
- ξηροί καρποί
- ανεβασμένος
- ανυπόμονος
- Έτοιμος
- επίμονος
- Διψασμένος
- άπληστος
- πρόθυμος
- ενθουσιώδης
- ενθουσιασμένος
- ζουμερός
- ενθουσιασμένος
- φιλόδοξος
- Επιδεκτικός
- διψασμένος
- Κομμένος η ανάσα
- άπληστος
- Λαχτάρα
- διατεθειμένος
- αρραβωνιασμένος
- χαρούμενος
- δίψα
- υπερκινητικός
- ζεστό
- επικλινής
- πόθος
- εμμονικός
- πόθος
- ανήσυχος
- ανήσυχος
- Άγρια
- Ανυπομονώ να κάνω κάτι
- δαγκώνω το χαλινάρι
Nearest Words of impatient
Definitions and Meaning of impatient in English
impatient (a)
restless or short-tempered under delay or opposition
impatient (s)
(usually followed by `to') full of eagerness
impatient (a.)
Not patient; not bearing with composure; intolerant; uneasy; fretful; restless, because of pain, delay, or opposition; eager for change, or for something expected; hasty; passionate; -- often followed by at, for, of, and under.
Not to be borne; unendurable.
Prompted by, or exhibiting, impatience; as, impatient speeches or replies.
impatient (n.)
One who is impatient.
FAQs About the word impatient
Ανυπόμονος
restless or short-tempered under delay or opposition, (usually followed by `to') full of eagernessNot patient; not bearing with composure; intolerant; uneasy; f
ανήσυχος,φλογερός,πρόθυμος,πρόθυμος,ενθουσιώδης,ενθουσιασμένος,Πεινασμένος,ανυπόμονος,ανυπόμονος,τρελός
απόμακρος,αδιάφορος ,ανεπίσημος,αδιάφορος,αδιάφορος,αδιάφορος,Ανεπηρέαστος,αδιάφορος,αδιάφορος,αποσπασμένος
impatiens capensis => Μπαλσαμίνη, impatiens => βαλσαμίνα, impatiency => ανυπομονησία, impatience => ανυπομονησία, impatible => ανυπόμονος,