Greek Meaning of nonchalant
αδιάφορος
Other Greek words related to αδιάφορος
- ανεπίσημος
- απόμακρος
- αδιάφορος
- Ήρεμος
- απρόσεκτος
- εφησυχασμένος
- αποσπασμένος
- αδιάφορος
- Αδιάφορος
- αδιάφορος
- ανέμελος
- επιπόλαιος
- στωικός
- Ανεπηρέαστος
- αδιάφορος
- όχι περίεργος
- σκληρόκαρδος
- κρύος
- κουλ
- αποστασιοποιημένος
- χλιαρός
- Σκληρόκαρδος
- απρόσεκτος
- αναίσθητος
- αδιαπέραστο
- αναίσθητος
- αναίσθητος
- ληθαργικός
- αδιάφορος
- χλιαρός
- ανόητος
- μουδιασμένο
- φλεγματικός
- Αδιάφορος
- απομακρυσμένος
- στωικός
- Απαθής
- Χλιαρός
- ανέμπνευστος
- αναίσθητος
- ανεπηρέαστος
Nearest Words of nonchalant
- nonchalantly => αδιάφορα
- nonchristian => μη χριστιανός
- non-christian priest => Μη χριστιανός ιερέας
- nonchurchgoing => άθρησκος
- noncitizen => μη πολίτης
- noncivilised => ακαλλιέργητος
- noncivilized => ακαλλιέργητος
- nonclaim => απαίτηση μη διεκδίκησης
- nonclassical => μη κλασικό
- noncoding dna => Μη κωδικοποιητικό DNA
Definitions and Meaning of nonchalant in English
nonchalant (s)
marked by blithe unconcern
nonchalant (a.)
Indifferent; careless; cool.
FAQs About the word nonchalant
αδιάφορος
marked by blithe unconcernIndifferent; careless; cool.
ανεπίσημος,απόμακρος,αδιάφορος ,Ήρεμος,απρόσεκτος,εφησυχασμένος,αποσπασμένος,αδιάφορος,Αδιάφορος,αδιάφορος
προσεκτικός, προσεκτική,ενήμερος,ανήσυχος,συνειδητός,ενδιαφέρομαι,ενσυνείδητος,ευαίσθητος,προσεκτικός,παθιασμένος,ζεστός
nonchalance => αδιαφορία, noncellular => Μη κυτταρικός, nonce word => λέξη χωρίς νόημα, nonce => nonce, noncausative => ου αιτιολογικός,