Greek Meaning of cool
κουλ
Other Greek words related to κουλ
- κρύος
- αποσπασμένος
- μακρινό
- ξηρός
- κρατημένος
- απόμακρος
- αντικοινωνικός
- Ακοινωνικός
- κουμπωμένο
- κλινικός
- παγωμένος
- σκληρός
- απόμακρος
- επαγγελματίας
- απομακρυσμένος
- ντροπαλός
- σιωπηλός
- αδιέξοδο
- απόμακρος-η-ο
- ντροπαλός
- άκαμπτος
- ακοινώνητος
- αποσυρμένος
- Ασύλλογος
- αδιάφορος
- κλίκας
- Ψυχρός στα μάτια
- διστακτικός
- αδιάφορος
- αποστασιοποιημένος
- απρόσωπος
- Αδιάφορος
- αδιάφορος
- εγκάρδιος
- Εσωστρεφής
- Μισάνθρωπος
- ασυγκοινώνητος
- υπολειπόμενος
- ερημίτης
- συγκρατημένος
- σιωπηλός
- άκοινωνήτος
- Ανεπηρέαστος
- αδιάφορος
- αντικοινωνικός
- Κλίκα
Nearest Words of cool
Definitions and Meaning of cool in English
cool (n)
the quality of being at a refreshingly low temperature
great coolness and composure under strain
cool (v)
make cool or cooler
loose heat
lose intensity
cool (a)
neither warm nor very cold; giving relief from heat
inducing the impression of coolness; used especially of greens and blues and violets when referring to color
psychologically cool and unenthusiastic; unfriendly or unresponsive or showing dislike
cool (s)
marked by calm self-control (especially in trying circumstances); unemotional
being satisfactory or in satisfactory condition
used of a quantity or amount (especially of money) for emphasis
fashionable and attractive at the time; often skilled or socially adept
FAQs About the word cool
κουλ
the quality of being at a refreshingly low temperature, great coolness and composure under strain, make cool or cooler, loose heat, lose intensity, neither warm
κρύος,αποσπασμένος,μακρινό,ξηρός,κρατημένος,απόμακρος,αντικοινωνικός,Ακοινωνικός,κουμπωμένο,κλινικός
φιλικός,φιλικός,κοινωνικός,ζεστός,δώρο,κλειστό,κοινωτικός,φιλικός,Φιλικός,εκτατικός
cooky jar => Κουτί για μπισκότα, cooky => μπισκότο, cookware => Μαγειρικά σκεύη, cookstove => κουζίνα, cookout => μπάρμπεκιου,