Greek Meaning of cookout
μπάρμπεκιου
Other Greek words related to μπάρμπεκιου
Nearest Words of cookout
Definitions and Meaning of cookout in English
cookout (n)
an informal meal cooked and eaten outdoors
FAQs About the word cookout
μπάρμπεκιου
an informal meal cooked and eaten outdoors
Μπάρμπεκιου,μπάρμπεκιου,Μπαρμπεκιου με όστρακα,τηγανίζω,ψήσιμο,έκρηξη,Μπουφές,καρναβάλι,δείπνο,φεστιβάλ
No antonyms found.
cooking utensil => Μαγειρικά σκεύη, cooking stove => Κουζίνα, cooking pan => τηγάνι, cooking oil => Μαγειρικό λάδι, cooking chocolate => Μαγειρική σοκολάτα,