FAQs About the word blowout

έκρηξη

an easy victory, a sudden malfunction of a part or apparatus, a gay festivity

Εκπνοή,εκπνοή,εκβάλλω,λήγει

εισπνοή,εισπνέω,Εμπνέω

blow-off => Ανατίναξη, blown-up => ανατιναγμένος, blown => φυσήθηκε, blowlamp => Φλόγιστρο, blowing up => εκρήγνυται,