Greek Meaning of blowing up

εκρήγνυται

Other Greek words related to εκρήγνυται

Definitions and Meaning of blowing up in English

Wordnet

blowing up (n)

a severe rebuke

FAQs About the word blowing up

εκρήγνυται

a severe rebuke

θυμωμένος,εκτυφλωτικός,Σκάω φλάντζα,χάνει την ψυχραιμία του,χάνω την ψυχραιμία μου,εκρήγνυμαι,φλόγισμα (προς τα πάνω),αναποδογύρισμα (έξω),θυμώνω,χάνω την ψυχραιμία μου

ηρεμία,ψύξη (απενεργοποίηση ή ψύξη),χαλαρωτικό,Δροσίζομαι,καταπραϋντικό,ηρεμώντας,σσσ

blowing gas => Καυσαέριο, blowing => φυσώντας, blowhole => Πνευμονόστομο, blowhard => φαντασμένος, blowgun => Φυσ oυγκ,