FAQs About the word flaring (out)

Ξεφλογίζοντας (έξω)

επεκτεινόμενος,εκτίνω,ανεμισμός (έξω),άνοιγμα,εξάπλωση (επέκταση),Τέντωμα,ξεδιπλώνοντας,Απλωμένο,τέντωμα,ξεδιπλώνεται

κλείσιμο,σύναψη σύμβασης,δίπλωμα,μειώνοντας,συμπιέζοντας,συμπύκνωση,συμπίεση

flare-ups => εξάρσεις, flares (up) => Ανάφλεξη (πάνω), flares => Φωτοβολίδες, flared (up) => αναμμένος (προς τα πάνω), flare (up) => (φλόγα),