FAQs About the word outspreading

Απλωμένο

to spread out

επεκτεινόμενος,εκτίνω,Ξεφλογίζοντας (έξω),άνοιγμα,εξάπλωση (επέκταση),Τέντωμα,ξεδιπλώνοντας,ανεμισμός (έξω),τέντωμα,ξεδιπλώνεται

κλείσιμο,σύναψη σύμβασης,δίπλωμα,μειώνοντας,συμπιέζοντας,συμπύκνωση,συμπίεση

outsmarting => υπερτερώ σε εξυπνάδα, outsmarted => Τον ξεπέρασε σε εξυπνάδα, outslicking => ξεπερνώντας, outslicked => υπερτερουμενος, outslick => ξεπερνώ σε εξυπνάδα,