Greek Meaning of outspreading
Απλωμένο
Other Greek words related to Απλωμένο
Nearest Words of outspreading
Definitions and Meaning of outspreading in English
outspreading
to spread out
FAQs About the word outspreading
Απλωμένο
to spread out
επεκτεινόμενος,εκτίνω,Ξεφλογίζοντας (έξω),άνοιγμα,εξάπλωση (επέκταση),Τέντωμα,ξεδιπλώνοντας,ανεμισμός (έξω),τέντωμα,ξεδιπλώνεται
κλείσιμο,σύναψη σύμβασης,δίπλωμα,μειώνοντας,συμπιέζοντας,συμπύκνωση,συμπίεση
outsmarting => υπερτερώ σε εξυπνάδα, outsmarted => Τον ξεπέρασε σε εξυπνάδα, outslicking => ξεπερνώντας, outslicked => υπερτερουμενος, outslick => ξεπερνώ σε εξυπνάδα,