FAQs About the word stretching (out)

Τέντωμα

επεκτεινόμενος,εκτίνω,ανεμισμός (έξω),Ξεφλογίζοντας (έξω),άνοιγμα,εξάπλωση (επέκταση),ξεδιπλώνοντας,Απλωμένο,τέντωμα,ξεδιπλώνεται

κλείσιμο,σύναψη σύμβασης,δίπλωμα,μειώνοντας,συμπιέζοντας,συμπύκνωση,συμπίεση

stretches (out) => εκτείνεται, stretches => διατάσεις, stretched (out) => τεντωμένο, stretch (out) => τεντώνω (εαυτόν), stressing => τονίζω,