FAQs About the word fanning (out)

ανεμισμός (έξω)

to spread apart or to cause (something) to spread apart

επεκτεινόμενος,εκτίνω,Ξεφλογίζοντας (έξω),άνοιγμα,εξάπλωση (επέκταση),Τέντωμα,ξεδιπλώνοντας,Απλωμένο,τέντωμα,ξεδιπλώνεται

κλείσιμο,σύναψη σύμβασης,δίπλωμα,μειώνοντας,συμπιέζοντας,συμπύκνωση,συμπίεση

fanned (out) => ανεμιστήρας (έξω), fancyworks => Κεντήματα, fancy-pants => επιτηδευμένος, fancying up => Επιτήδευση, fancy women => Φανταχτερές γυναίκες,