Greek Meaning of fancifulness
φανταστικός
Other Greek words related to φανταστικός
Nearest Words of fancifulness
- fancified => επιτηδευμένος
- fancied up => ντυμένος επίσημα
- fan (out) => ανεμιστήρας (εξωτερικός)
- famines => Λιμοί
- family way => Οικογενειακός δρόμος
- family trees => Γενεαλογικά δέντρα
- family practitioners => οικογενειακοί ιατροί
- family practitioner => Γενικός ιατρός
- family physicians => οικογενειακοί γιατροί
- family physician => οικογενειακός γιατρός
Definitions and Meaning of fancifulness in English
fancifulness
existing in fancy only, marked by or as if by fancy or whim, having or showing free imagination rather than reason, existing in fancy (see fancy entry 2) only, marked by fancy or unrestrained imagination rather than by reason and experience
FAQs About the word fancifulness
φανταστικός
existing in fancy only, marked by or as if by fancy or whim, having or showing free imagination rather than reason, existing in fancy (see fancy entry 2) only,
ιδιοτροπία,φαντασία,ιδιαιτερότητα,παρορμητικότητα,Φαντασία,ιδιοτροπία,ιδιοτροπία,ιδιόρρυθμος,φαντασία,μέλισσα
No antonyms found.
fancified => επιτηδευμένος, fancied up => ντυμένος επίσημα, fan (out) => ανεμιστήρας (εξωτερικός), famines => Λιμοί, family way => Οικογενειακός δρόμος,