Greek Meaning of fancied up

ντυμένος επίσημα

Other Greek words related to ντυμένος επίσημα

Definitions and Meaning of fancied up in English

fancied up

to add superficial adornment to

FAQs About the word fancied up

ντυμένος επίσημα

to add superficial adornment to

στολισμένος,διακοσμημένος,ντυμένος με,βαρύτιμος,ωραιότερο (πάνω),παρατεταγμένοι,ομορφωμένο,στολισμένος,διακοσμημένος,καπαρισμένος

μολυσμένος,παραμορφωμένος,παραμορφωμένο,εμφανίζεται,εκτεθειμένο,κατεστραμμένο,αποκάλυψε,ουλή,Απλοποιημένο,κακομαθημένος

fan (out) => ανεμιστήρας (εξωτερικός), famines => Λιμοί, family way => Οικογενειακός δρόμος, family trees => Γενεαλογικά δέντρα, family practitioners => οικογενειακοί ιατροί,