Greek Meaning of spruced (up)

περιποιημένος (επίσημα)

Other Greek words related to περιποιημένος (επίσημα)

Definitions and Meaning of spruced (up) in English

spruced (up)

to make (someone or something) look cleaner, neater, or more attractive

FAQs About the word spruced (up)

περιποιημένος (επίσημα)

to make (someone or something) look cleaner, neater, or more attractive

διατεταγμένος,οργανωμένος,ισιωμένο (πάνω ή έξω),τακτοποιημένο,κομμένος,ταξινομημένος,διατεθειμένος,τακτοποιημένος,παραλαβή,redd (πάνω ή έξω)

διακοπή,διαταραγμένος,μπερδεμένη,μικτός,αναστατωμένος,αποδιοργανωμένος,αχτένιστος,ατημέλητος,ακατάστατος,ανοργάνωτος

spruced => φροντισμένος, spruce (up) => στολίζω, sprouts => βλαστάρι, spritzing => ψεκάζοντας, spritzed => ψέκασε,