Greek Meaning of codified

κωδικοποιημένος

Other Greek words related to κωδικοποιημένος

Definitions and Meaning of codified in English

Wordnet

codified (s)

enacted by a legislative body

Webster

codified (imp. & p. p.)

of Codify

FAQs About the word codified

κωδικοποιημένος

enacted by a legislative bodyof Codify

κατηγοριοποιημένος,ταξινομημένος,εξαίρετος,διανεμημένος,ομαδοποιημένα,ταξινομείται,υποβιβασμένος,διάφορα,ταξινομημένο,καταμερισμένος

μπερδεμένος,αποδιοργανωμένος,μπλεγμένος,ομαδοποιημένος,Ομελέτα,μικτός,εσφαλμένα ταξινομημένος,ορθογραφικό λάθος,εσφαλμένα ταξινομημένο,εσφαλμένα ταξινομημένο

codification => κωδικοποίηση, codicillary => κωδικικός, codicil => Κωδικέλλος, codices => Κώδικες, codical => κωδικοποιημένος,