Greek Meaning of indexed
ευρετηριασμένο
Other Greek words related to ευρετηριασμένο
Nearest Words of indexed
- indexation => ευρετηρίαση
- index register => Μητρώο ευρετηρίου
- index of refraction => δείκτης διάθλασης
- index number => δείκτης αριθμός
- index fund => Δείκτης αμοιβαίου κεφαλαίου
- index fossil => Οδηγός απολίθωμα
- index finger => δείκτης
- index case => περίπτωση-δείκτης
- index => ευρετήριο
- indew => δρόσος
Definitions and Meaning of indexed in English
indexed (imp. & p. p.)
of Index
FAQs About the word indexed
ευρετηριασμένο
of Index
εισαγόμενος,κατατεθέν,αναφερόμενος,καταγεγραμμένο,καταλογισμένος,καταλογισμένος,ταξινομημένος,συνταγμένος,εγγεγραμμένος/-η/-ο,εγγεγραμμένος
διαγραμμένο
indexation => ευρετηρίαση, index register => Μητρώο ευρετηρίου, index of refraction => δείκτης διάθλασης, index number => δείκτης αριθμός, index fund => Δείκτης αμοιβαίου κεφαλαίου,