Greek Meaning of inscribed
εγγεγραμμένος
Other Greek words related to εγγεγραμμένος
Nearest Words of inscribed
Definitions and Meaning of inscribed in English
inscribed (s)
written (by handwriting, printing, engraving, or carving) on or in a surface
cut or impressed into a surface
inscribed (imp. & p. p.)
of Inscribe
FAQs About the word inscribed
εγγεγραμμένος
written (by handwriting, printing, engraving, or carving) on or in a surface, cut or impressed into a surfaceof Inscribe
Χαράγμενο,χαραγμένο,χαρακτός,χαραγμένο,χαρακτό,γλυπτό,ιχνηλατήθηκε,προσαρτημένο,σκαλισμένο,σμιλεμένος
Εξαιρούμενος,παραλειπόμενο,απορριπτόμενος,ελέγχθηκε,διαγραφείς,εκδιωκόμενος,εκκαθαρισμένο,παραβλεπόμενος
inscribe => χαράσσει, inscribableness => εγχάραχτος, inscribable => Επιγραφικό, insconce => κρύβω, inscience => Άγνοια,