Greek Meaning of affixed

προσαρτημένο

Other Greek words related to προσαρτημένο

Definitions and Meaning of affixed in English

Wordnet

affixed (a)

firmly attached

Webster

affixed (imp. & p. p.)

of Affix

FAQs About the word affixed

προσαρτημένο

firmly attachedof Affix

Επισυναπτόμενος,δεμένος,προσκολλημένο,λυγισμένος,ψαλιδισμένο,συνδεδεμένος,στερεωμένο,κολλημένος,δεμένος,μπουλονάρω

αποσπασμένος,αποσυνδεδεμένο,αποσυνδεδεμένος,διαιρεμένος,Διαζευγμένος,χωρισμένοι,διαχωρισμένος,αποκομμένος,διαχωρίζω,ανέτρεψε

affixation => Επίκτημα, affixal => Επιθηματικός, affix => επίθημα, affirming => επιβεβαιωτικός, affirmer => ισχυρίζομαι,