Greek Meaning of latched

κλειδωμένος

Other Greek words related to κλειδωμένος

Definitions and Meaning of latched in English

Webster

latched (imp. & p. p.)

of Latch

FAQs About the word latched

κλειδωμένος

of Latch

προσαρτημένο,μπουλονάρω,σταθεροποιημένο,αγκάλιασμα,σφιγμένος,κλειδωμένος,ψαλιδισμένο,συνδεδεμένος,κολλημένος,κρεμασμένος

αποσυνδεδεμένο,δυσλειτουργικός,αποσυνδεδεμένος,διαιρεμένος,Διαζευγμένος,χαλαρός,χωρισμένοι,διαχωρισμένος,αποκομμένος,διαχωρίζω

latch on => Πιάνομαι, latch => μάνταλο, latanier palm => Λατανία, latanier => Λατανιέρ, latakia => Λατάκια,