Greek Meaning of coapted

συναιρέθηκε

Other Greek words related to συναιρέθηκε

Definitions and Meaning of coapted in English

coapted

to fit together and make fast, to close or fasten together

FAQs About the word coapted

συναιρέθηκε

to fit together and make fast, to close or fasten together

προσκολλημένο,σφιχτός,σταθεροποιημένο,αγκάλιασμα,σφιγμένος,κλειδωμένος,ψαλιδισμένο,συνδεδεμένος,κολλημένος,κρεμασμένος

αποσπασμένος,αποσυνδεδεμένο,αποσυνδεδεμένος,διαιρεμένος,Διαζευγμένος,χωρισμένοι,διαχωρισμένος,αποκομμένος,διαχωρίζω,απομακρυσμένο

coanchor => συμπαρουσιαστής, coalitions => Συνασπισμοί, coalitionists => Συμμαχίες, coalescences => συγχωνεύσεις, coagulates => πήζει,