Greek Meaning of cinched
σφιχτός
Other Greek words related to σφιχτός
Nearest Words of cinched
- cinching => σύσφιξη
- cinchona => Χίνα
- cinchona bark => Φλοιός κιγχόνης
- cinchona calisaya => Κιγχόνη η καλισάγια
- cinchona cordifolia => Κίνα
- cinchona lancifolia => Cinchona lancifolia
- cinchona ledgeriana => Cinchona ledgeriana
- cinchona officinalis => Κίνα
- cinchona pubescens => Κιγχόνη
- cinchona tree => Κίνα
Definitions and Meaning of cinched in English
cinched (imp. & p. p.)
of Cinch
FAQs About the word cinched
σφιχτός
of Cinch
σίγουρος,εξασφαλισμένη,εγγυημένος,ασφαλισμένος,ασφαλισμένος,βεβαιωμένος,πιστοποιημένο,εγγυημένο,παγωμένος,δεσμεύτηκε
υπονομεύει,εξασθενημένος,εξασθενημένος
cinch => σφιγ, cimolite => Κιμολίτης, cimmerian => κιμμέριος, cimiss => σιμις, cimicifuga racemosa => Τσιμιτσιφούγκα η βότρυς,