Greek Meaning of warranted
εγγυημένος
Other Greek words related to εγγυημένος
- ακατάλληλος
- ακατάλληλος
- εσφαλμένος
- άσχετος
- αναξιοπρεπής
- αδικαιολόγητος
- άδικος
- άδικος
- Αδικαιολόγητο
- παράλογος
- αδικαιολόγητος
- Αρκετός
- προκατειλημμένος
- μη εφαρμόσιμα
- ασυνεπής
- αμυντικός
- Άδικο
- μερικός
- άνισος
- αδικαιολόγητο
- αδικαιολόγητος
- ακατάλληλος
- δεσποτικός
- νόθος
- αναντίστοιχος
- ακατάλληλος
- άσχετος
- παράνομος
Nearest Words of warranted
Definitions and Meaning of warranted in English
warranted (imp. & p. p.)
of Warrant
FAQs About the word warranted
εγγυημένος
of Warrant
δικαιωμένο,δικαιολογημένη,κατάλληλος,Ικανός,αρμόζων,οφειλόμενος,δίκαιο,μόνο,νόμιμο,νόμιμος
ακατάλληλος,ακατάλληλος,εσφαλμένος,άσχετος,αναξιοπρεπής,αδικαιολόγητος,άδικος,άδικος,Αδικαιολόγητο,παράλογος
warrantable => εγγυημένος, warrant officer => Ανθυπασπιστής, warrant => ένταλμα, warrandice => εγγύηση , warragal => Warragal,