Greek Meaning of warranted

εγγυημένος

Other Greek words related to εγγυημένος

Definitions and Meaning of warranted in English

Webster

warranted (imp. & p. p.)

of Warrant

FAQs About the word warranted

εγγυημένος

of Warrant

δικαιωμένο,δικαιολογημένη,κατάλληλος,Ικανός,αρμόζων,οφειλόμενος,δίκαιο,μόνο,νόμιμο,νόμιμος

ακατάλληλος,ακατάλληλος,εσφαλμένος,άσχετος,αναξιοπρεπής,αδικαιολόγητος,άδικος,άδικος,Αδικαιολόγητο,παράλογος

warrantable => εγγυημένος, warrant officer => Ανθυπασπιστής, warrant => ένταλμα, warrandice => εγγύηση , warragal => Warragal,