Greek Meaning of merited
δικαιολογημένος
Other Greek words related to δικαιολογημένος
- ακατάλληλος
- άσχετος
- αναξιοπρεπής
- αδικαιολόγητος
- άδικος
- άδικος
- Αδικαιολόγητο
- αδικαιολόγητος
- Αρκετός
- προκατειλημμένος
- μη εφαρμόσιμα
- ακατάλληλος
- ασυνεπής
- εσφαλμένος
- αμυντικός
- Άδικο
- μερικός
- άνισος
- αδικαιολόγητο
- αδικαιολόγητος
- παράλογος
- ακατάλληλος
- δεσποτικός
- νόθος
- αναντίστοιχος
- ακατάλληλος
- άσχετος
- παράνομος
Nearest Words of merited
- meritable => αξιέπαινος
- merit system => Σύστημα αξίας
- merit pay => αποδοχές βάσει αξίας
- merit badge => Σήμα αξίας
- merit => αξία
- meristem => Μεριστωματικός ιστός
- merismatic => μοιρομερής
- meriones unguiculatus => Meriones unguiculatus
- meriones longifrons => Αρουραίος με μακρύ μέτωπο
- meriones => Μερίνιοες
Definitions and Meaning of merited in English
merited (a)
properly deserved
merited (imp. & p. p.)
of Merit
FAQs About the word merited
δικαιολογημένος
properly deservedof Merit
δικαιωμένο,δικαιολογημένη,κατάλληλος,Ικανός,αρμόζων,οφειλόμενος,δίκαιο,μόνο,νόμιμο,νόμιμος
ακατάλληλος,άσχετος,αναξιοπρεπής,αδικαιολόγητος,άδικος,άδικος,Αδικαιολόγητο,αδικαιολόγητος,Αρκετός,προκατειλημμένος
meritable => αξιέπαινος, merit system => Σύστημα αξίας, merit pay => αποδοχές βάσει αξίας, merit badge => Σήμα αξίας, merit => αξία,