Greek Meaning of merited

δικαιολογημένος

Other Greek words related to δικαιολογημένος

Definitions and Meaning of merited in English

Wordnet

merited (a)

properly deserved

Webster

merited (imp. & p. p.)

of Merit

FAQs About the word merited

δικαιολογημένος

properly deservedof Merit

δικαιωμένο,δικαιολογημένη,κατάλληλος,Ικανός,αρμόζων,οφειλόμενος,δίκαιο,μόνο,νόμιμο,νόμιμος

ακατάλληλος,άσχετος,αναξιοπρεπής,αδικαιολόγητος,άδικος,άδικος,Αδικαιολόγητο,αδικαιολόγητος,Αρκετός,προκατειλημμένος

meritable => αξιέπαινος, merit system => Σύστημα αξίας, merit pay => αποδοχές βάσει αξίας, merit badge => Σήμα αξίας, merit => αξία,