Greek Meaning of warranting

εγγυημένος

Other Greek words related to εγγυημένος

Definitions and Meaning of warranting in English

Webster

warranting (p. pr. & vb. n.)

of Warrant

FAQs About the word warranting

εγγυημένος

of Warrant

εγγυάται,διαβεβαιωτικός,δεσμός,πιστοποίηση,σύναψη σύμβασης,εγγυημένος,επιμονή,υπόσχεση,Επιχείρηση,προσκολλημένος

μειούμενη,αρνούμενος,Απαγορεύει,αποδοκιμαστικός,απαγορευτικό,απαγορευτικό,Απορριπτικός,βάζω βέτο,απαγόρευση,αγνοώντας

warranties => Εγγυήσεις, warranter => εγγυητής, warrantee => εγγυητής, warranted => εγγυημένος, warrantable => εγγυημένος,