FAQs About the word testifying (to)

μαρτυρώντας (για)

επιβεβαιωτικός,διαβεβαιώνοντας,γνησιοποίηση,πιστοποίηση,εγγυάται,(εγγύηση για)(για),μαρτυρία,ισχυριζόμενος,εγγυητής,ισχυριζόμενος

No antonyms found.

testify (to) => Μαρτυρώ, testifies (to) => μαρτυρεί (για), testified (to) => Μαρτυρώ υπέρ, test-drive => Δοκιμαστική οδήγηση, testaments => διαθήκες,