Greek Meaning of vowing
ορκίζοντας
Other Greek words related to ορκίζοντας
Nearest Words of vowing
Definitions and Meaning of vowing in English
vowing (p. pr. & vb. n.)
of Vow
FAQs About the word vowing
ορκίζοντας
of Vow
υπόσχεση,ελπιδοφόρος,βρισιές,Συμφωνία,διαθήκη,διασφαλίζοντας,επιμονή,προσχωρούντος,αρραβώνας,επιβεβαιωτικός
No antonyms found.
vow-fellow => σύντροφος της ευχής, vower => φωνήεν, vowellike => Φωνηεντικός, vowelize => φωνοποιώ, vowelism => φωνηεντισμός,