Greek Meaning of acceding
προσχωρούντος
Other Greek words related to προσχωρούντος
Nearest Words of acceding
- accelerando => accelerando
- accelerate => επιταχύνω
- accelerated => επιταχυνόμενος
- accelerating => Επιταχυνόμενος
- acceleration => επιτάχυνση
- acceleration unit => Μονάδα επιτάχυνσης
- accelerative => επιταχυντικός
- accelerator => επιταχυντής
- accelerator factor => Παράγοντας επιτάχυνσης
- accelerator pedal => Πεντάλ γκαζιού
Definitions and Meaning of acceding in English
acceding (p. pr. & vb. n.)
of Accede
FAQs About the word acceding
προσχωρούντος
of Accede
συμφωνώντας,Συμφωνία,συναίνων,συγκαταθέτοντας,υιοθεσία,υποβάλλει,Εγγραφόμενος,υποκύπτοντας,μόνιμος,αντέχω (με)
διαφωνούντας,αρνούμαι,Απορριπτικός,αρνούμενος,απωθητικός,περιφρόνηση,περιφρονώντας
acceder => πρόσβαση, accedence => Γραμματική, acceded => προσχώρησε, accede => προσχωρώ, accaroid resin => Ρητίνη ακαροειδών,