Greek Meaning of accelerating
Επιταχυνόμενος
Other Greek words related to Επιταχυνόμενος
- επεκτεινόμενος
- αυξανόμενο
- αυξανόμενος
- Οίδημα
- συσσωρεύοντας
- αεροστατική
- Ανθηρός
- ανθηρός
- αναρρίχηση
- διευρύνων
- κλιμακωτή
- κέρδος
- εντατικοποίηση
- άλμα
- τοποθέτηση
- πολλαπλασιαστής
- μανιταριάζω
- πολλαπλασιαζόμενος
- κύλιση
- Χιονόμπαλα
- εξάπλωση
- αυξανόμενη
- αποτρίχωση με κερί
- εκτιμώντας
- ακμαίος
- Κατασκευή
- ογκώδης
- κορυφή
- διαστελλόμενος
- Ύψος
- φουσκώνω
- κορυφή
- πρήξιμο
- διπλασιασμός
- εκτοξευόμενος
- εκτοξευόμενος
Nearest Words of accelerating
- acceleration => επιτάχυνση
- acceleration unit => Μονάδα επιτάχυνσης
- accelerative => επιταχυντικός
- accelerator => επιταχυντής
- accelerator factor => Παράγοντας επιτάχυνσης
- accelerator pedal => Πεντάλ γκαζιού
- acceleratory => επιταχυντικός
- accelerograph => επιταχυντιογράφος
- accelerometer => επιταχυνσιόμετρο
- accend => ανάβω
Definitions and Meaning of accelerating in English
accelerating (p. pr. & vb. n.)
of Accelerate
FAQs About the word accelerating
Επιταχυνόμενος
of Accelerate
επεκτεινόμενος,αυξανόμενο,αυξανόμενος,Οίδημα,συσσωρεύοντας,αεροστατική,Ανθηρός,ανθηρός,αναρρίχηση,διευρύνων
σύναψη σύμβασης,φθίνων,φθίνων,φθίνουσα,μείωση,υποχωρούσα,φθίνουσα
accelerated => επιταχυνόμενος, accelerate => επιταχύνω, accelerando => accelerando, acceding => προσχωρούντος, acceder => πρόσβαση,