Greek Meaning of accelerating

Επιταχυνόμενος

Other Greek words related to Επιταχυνόμενος

Definitions and Meaning of accelerating in English

Webster

accelerating (p. pr. & vb. n.)

of Accelerate

FAQs About the word accelerating

Επιταχυνόμενος

of Accelerate

επεκτεινόμενος,αυξανόμενο,αυξανόμενος,Οίδημα,συσσωρεύοντας,αεροστατική,Ανθηρός,ανθηρός,αναρρίχηση,διευρύνων

σύναψη σύμβασης,φθίνων,φθίνων,φθίνουσα,μείωση,υποχωρούσα,φθίνουσα

accelerated => επιταχυνόμενος, accelerate => επιταχύνω, accelerando => accelerando, acceding => προσχωρούντος, acceder => πρόσβαση,