Greek Meaning of accelerograph
επιταχυντιογράφος
Other Greek words related to επιταχυντιογράφος
No Synonyms and anytonyms found
Nearest Words of accelerograph
- acceleratory => επιταχυντικός
- accelerator pedal => Πεντάλ γκαζιού
- accelerator factor => Παράγοντας επιτάχυνσης
- accelerator => επιταχυντής
- accelerative => επιταχυντικός
- acceleration unit => Μονάδα επιτάχυνσης
- acceleration => επιτάχυνση
- accelerating => Επιταχυνόμενος
- accelerated => επιταχυνόμενος
- accelerate => επιταχύνω
Definitions and Meaning of accelerograph in English
accelerograph (n.)
An apparatus for studying the combustion of powder in guns, etc.
FAQs About the word accelerograph
επιταχυντιογράφος
An apparatus for studying the combustion of powder in guns, etc.
No synonyms found.
No antonyms found.
acceleratory => επιταχυντικός, accelerator pedal => Πεντάλ γκαζιού, accelerator factor => Παράγοντας επιτάχυνσης, accelerator => επιταχυντής, accelerative => επιταχυντικός,