Greek Meaning of accelerated
επιταχυνόμενος
Other Greek words related to επιταχυνόμενος
- συναρπαστικός
- γρήγορος
- επιτάχυνε
- σπεύδω
- προτροπή
- επιταχύνεται
- γρήγορος
- Έτοιμος
- βιαστικός
- γρήγορος
- γρήγορος
- Πρησμένος
- chóngyros
- Κομμένος η ανάσα
- ζωηρός
- ζαλισμένος
- Ενεργητικός
- γρήγορος
- στόλος
- ιπτάμενος
- καλπάζον
- Επιπόλαιος
- υψηλής ταχύτητας
- αστραπή
- γρήγορος
- Ραγδαία φωτιά
- τρίζοντας
- βιασύνη
- σχίση
- ανταγωνιστικό
- ζωηρός
- ανεμοστρόβιλος
- ζωηρός
- ζεστό
- Δροσερός
- Ζωηρό
- δυνατός
- Ταχύς
- υπερ-γρήγορος
- υπεργαός
Nearest Words of accelerated
- accelerating => Επιταχυνόμενος
- acceleration => επιτάχυνση
- acceleration unit => Μονάδα επιτάχυνσης
- accelerative => επιταχυντικός
- accelerator => επιταχυντής
- accelerator factor => Παράγοντας επιτάχυνσης
- accelerator pedal => Πεντάλ γκαζιού
- acceleratory => επιταχυντικός
- accelerograph => επιταχυντιογράφος
- accelerometer => επιταχυνσιόμετρο
Definitions and Meaning of accelerated in English
accelerated (s)
speeded up, as of an academic course
accelerated (imp. & p. p.)
of Accelerate
FAQs About the word accelerated
επιταχυνόμενος
speeded up, as of an academic courseof Accelerate
συναρπαστικός,γρήγορος,επιτάχυνε,σπεύδω,προτροπή,επιταχύνεται,γρήγορος,Έτοιμος,βιαστικός,γρήγορος
Έρπων,σέρνοντας,αργός,Αργός,ήρεμος,αναβάλλω,εσκεμμένος,καθυστερημένος,οπισθοδρομικός,νωθρός
accelerate => επιταχύνω, accelerando => accelerando, acceding => προσχωρούντος, acceder => πρόσβαση, accedence => Γραμματική,