Greek Meaning of rushed
βιαστικός
Other Greek words related to βιαστικός
- σπεύδω
- πρόχειρος
- ιπτάμενος
- Επιπόλαιος
- με κεφάλι κάτω
- παρορμητικός
- προσωρινός
- βιαστικός
- άνω κάτω
- καθίζημα
- απότομος
- γρήγορος
- γρήγορος
- Δερματικό εξάνθημα
- απερίσκεπτος
- βιασύνη
- αυθόρμητος
- ξαφνικά
- γρήγορος
- drive-by
- ξαφνικός
- chóngyros
- συναρπαστικός
- πεισματάρης
- μεθυστικό
- χαοτικά
- Έφιππος
- Οξύθυμος
- Ανυπόμονος
- παρορμητικός
- αυτοσχέδιος
- τρελό
- πρόχειρα
- πρόχειρος
- Κλικ
- γρήγορος
- παρορμητικός
- μη συνιστάται
- γαδαρηνός
Nearest Words of rushed
Definitions and Meaning of rushed in English
rushed (s)
done under pressure
rushed (imp. & p. p.)
of Rush
rushed (a.)
Abounding or covered with rushes.
FAQs About the word rushed
βιαστικός
done under pressureof Rush, Abounding or covered with rushes.
σπεύδω,πρόχειρος,ιπτάμενος,Επιπόλαιος,με κεφάλι κάτω,παρορμητικός,προσωρινός,βιαστικός,άνω κάτω,καθίζημα
υπολογισμένος,υπολογίζοντας,συνετός,εσκεμμένος,μετρημένος,ήρεμος,χωρίς πίεση,διευρυμένο,διστακτικός,διορατικός
rushdie => Ρούσντι, rushbuckler => rushbuckler, rush-bearing => Φέρων βιασύνη, rush rose => Αγριοτριανταφυλλιά, rush out => βγαίνω βιαστικά,