Greek Meaning of rushy

βιαστικός

Other Greek words related to βιαστικός

Definitions and Meaning of rushy in English

Wordnet

rushy (s)

abounding in rushes

Webster

rushy (a.)

Abounding with rushes.

Made of rushes.

FAQs About the word rushy

βιαστικός

abounding in rushesAbounding with rushes., Made of rushes.

επιταχύνω,βιάσου,σπρώχνω,παρόρμηση,δέσμη,οδήγηση,ενθαρρύνω,διευκολύνω,γρήγορη διαδικασία,επιταχύνω

Φρένο,επιβραδύνω,καθυστέρηση,εμποδίζω,εμποδίζω,παρεμβάλλω (σε),Αναχαιτίζω,Καθυστερημένος,αργά,σύλληψη

rushmore => Ράσμoρ, rushlike => βιαστικός, rushlight => Κερί, rushingly => βιαστικά, rushing => βιαστικός,