Greek Meaning of slow (down)

αργά

Other Greek words related to αργά

Definitions and Meaning of slow (down) in English

slow (down)

a slowing down of business operations by employees, a slowing down

FAQs About the word slow (down)

αργά

a slowing down of business operations by employees, a slowing down

(πεθάνω),Σημαία,νιπτήρας,χαλαρώνω,σταδιακά μειώνομαι,εξασθενώ,Σύμβαση,Μείωση,μειώνω,μειώνω

Αναβάθμιση,επεκτείνω,αύξηση,Πύραυλος,σκαρφαλώνω,οίδημα,μπαλόνι,Βλαστος,διευρύνω,τοποθετώ

slow (down or up) => Αργός (επιβραδύνει ή επιταχύνει), slovens => Σλοβένος, sloughs => βάλτοι, sloughing (off) => αποφλοιούμενο (από), sloughed (off) => αποτινάχτηκε (από),