Greek Meaning of sloughing (off)
αποφλοιούμενο (από)
Other Greek words related to αποφλοιούμενο (από)
- ντάμπινγκ
- εξαλείφοντας
- Χάνοντας
- Απορριπτικός
- πετώντας μακρυά
- ρίξιμο
- Χύτευση (απενεργοποιημένο)
- διάθεση
- Εκσφενδονίζω
- στοίβαγμα
- παραμερίζοντας
- απόρριψη
- εκτινάσσοντας
- Εγκατάλειψη
- σύσφιξη
- απόρριψη
- Τάφρος
- εξάλειψη
- εξορκίζω
- Απομάκρυνση
- απόρριψη
- Εκφόρτωση
- ογδόντα έξι
- εξορκισμός
- απόρριψη
- απόρριψη
- κλωτσώντας έξω
- </br> παλιοσίδερα
- Σφράγιση (έξω)
- εξάλειψη
- παραιτούμενος
- κατάργηση
- ταμιακή μηχανή
- εγκατάλειψη
- απορρίπτω
- εξάλειψη
- κατάσβεση
- εγκατάλειψη
- ρίχνω
- Απόλυση
- βύθιση
- εκρίζωση
Nearest Words of sloughing (off)
- sloughs => βάλτοι
- slovens => Σλοβένος
- slow (down or up) => Αργός (επιβραδύνει ή επιταχύνει)
- slow (down) => αργά
- slow burn => αργή καύση
- slowdowns => Επιβραδύνσεις
- slowed (down or up) => αργός (προς τα κάτω ή προς τα πάνω)
- slowed (down) => Mειωμένη (προς τα κάτω)
- slow-footed => Αργοπόδαρος
- slowing (down or up) => Επιβράδυνση (κάτω ή πάνω)
Definitions and Meaning of sloughing (off) in English
sloughing (off)
No definition found for this word.
FAQs About the word sloughing (off)
αποφλοιούμενο (από)
ντάμπινγκ,εξαλείφοντας,Χάνοντας,Απορριπτικός,πετώντας μακρυά,ρίξιμο,Χύτευση (απενεργοποιημένο),διάθεση,Εκσφενδονίζω,στοίβαγμα
υιοθεσία,Αγκαλιάζει,απασχολούν,χρησιμοποιώντας,χρησιμοποιώντας,αναλαμβάνοντας,κατοχή,φύλαξη,διατήρηση,συγκράτηση
sloughed (off) => αποτινάχτηκε (από), slough (off) => απορρίπτω, slots => αυλακώσεις, slothfully => αργά, sloshing => τσίμπημα,