Greek Meaning of slogs
δουλειά
Other Greek words related to δουλειά
- χειροκροτήματα
- Φράντζα
- κλιπ
- επιτυχίες
- χτυπάει
- λίρες
- γροθιές
- χτυπά
- χαστούκια
- χαστούκια
- απεργίες
- σαρώνει
- χτυπήματα
- νυχτερίδες
- κουτιά
- Παϊδάκια
- ρολόγια
- Γυμνοσάλιαγκες
- βρύσες
- ισχυρά χτυπήματα
- ζώνες
- ξύλο
- Ρόπαλα
- Μπόμπ
- χτυπήματα
- Άγνωστος
- Εξογκώματα
- Προτομές
- δέρνει
- κουρέλια
- ρωγμές
- flicks
- σφυριά
- κλωτσιές
- νύχια
- ζυμαρικά
- χτυπάει
- δέρνει
- σπρώχνει
- Κανολικό
- σπρώχνει
- χτυπά
- κάλτσες
- μαχαιριές
- Εγκεφαλικό επεισόδιο
- χτυπήματα
- Ετικέτες
- χτυπήματα
- χτυπήματα
- wallops
- φάλαινες
- παλμοί
- χωματερές
- κουρκούτι
- φασόλια
- εγκέφαλοι
- μπουφέδες
- σύλλογοι
- Κρέμες
- ρόπαλα
- χειροπέδες
- καταστρώματα
- τσακίζει
- δρεπάνια
- Ρόπαλα
- γόνατα
- κορδόνια
- κατακρίνει
- κατακρίνει
- βλεφαρίδες
- επίπεδα
- στριφογυρίζει
- ακρωτηριάζει
- γούνες
- λαβές
- ερεθίσματα
- τραχεία μέρη
- γρατσουνιές
- κάθετοι
- γραμματόσημα
- διακόπτες
- ξυλοφορτώνει
- μαστίγια
Nearest Words of slogs
Definitions and Meaning of slogs in English
slogs
to plod heavily, a hard dogged march or journey, to work hard and steadily, to work in a steady determined manner, a prolonged arduous task or effort, to plod (one's way) perseveringly especially against difficulty, to hit hard, hard persistent work
FAQs About the word slogs
δουλειά
to plod heavily, a hard dogged march or journey, to work hard and steadily, to work in a steady determined manner, a prolonged arduous task or effort, to plod (
χειροκροτήματα,Φράντζα,κλιπ,επιτυχίες,χτυπάει,λίρες,γροθιές,χτυπά,χαστούκια,χαστούκια
διαλείμματα,αναβάλλει,ας το αφήσουμε,ξεκουράζεται,αποφεύγει,χαλαρώνει,χασομερά,κρέμεται,Κρέμεται (γύρω ή έξω),σαλόνια
slogging (through) => έντονος (μέσα από), slogging => σκίζω, slogged => δούλεψε σκληρά, slog (through) => Περνάω (με δυσκολία), slobs => γουρούνια,