Greek Meaning of slugs

Γυμνοσάλιαγκες

Other Greek words related to Γυμνοσάλιαγκες

Definitions and Meaning of slugs in English

Webster

slugs (n. pl.)

Half-roasted ore.

FAQs About the word slugs

Γυμνοσάλιαγκες

Half-roasted ore.

Φράντζα,χτυπήματα,κλιπ,επιτυχίες,χτυπάει,χτυπάει,λίρες,γροθιές,χαστούκια,χαστούκια

Επιτυχημένοι,Επεισέρχομενοι,δράστες,κολίμπροι,Τσαρλατάνοι,συνεχίστε,Ενεργοί,Αριστούχοι,Υψηλοί πετώντες,εργοστάσια παραγωγής ενέργειας

slug-horn => γυμνοβράγχιο, sluggy => βραδύς, sluggishness => νωθρότητα, sluggishly => αργά, sluggish => Αργός,