Greek Meaning of hooks

άγκιστρα

Other Greek words related to άγκιστρα

Definitions and Meaning of hooks in English

Wordnet

hooks (n)

large strong hand (as of a fighter)

FAQs About the word hooks

άγκιστρα

large strong hand (as of a fighter)

χτυπήματα,κλιπ,επιτυχίες,χτυπάει,χτυπάει,λίρες,γροθιές,χαστούκια,χαστούκια,Εγκεφαλικό επεισόδιο

ισιώνει,χαλαρώνει,ξεδιπλώνει

hook-nosed => Γαμψή μύτη, hooknose => Αετίνασα, hooklike => αγκιδοειδής, hooklet => γάντζος, hooking => εθιστικό,