Greek Meaning of sluggishly

αργά

Other Greek words related to αργά

Definitions and Meaning of sluggishly in English

Wordnet

sluggishly (r)

in a sluggish manner

FAQs About the word sluggishly

αργά

in a sluggish manner

αργά,προσεκτικά,ήρεμος,αργός,προσεκτικά,εκούσια,πολύ,αργός,αργά,αργά

γρήγορα,γρήγορα,γρήγορος,βιαστικά,αμέσως,αμέσως,γρήγορος,γρήγορα,γρήγορα,γρήγορα

sluggish => Αργός, slugging match => Εξαντλητικός αγώνας, slugging => Slugging, slugger => δυνατός χτυπητής μπάλας, slugged => κουρασμένος,