Greek Meaning of slugabed

βραδύπορας

Other Greek words related to βραδύπορας

Definitions and Meaning of slugabed in English

Wordnet

slugabed (n)

a person who stays in bed until a relatively late hour

Webster

slugabed (n.)

One who indulges in lying abed; a sluggard.

FAQs About the word slugabed

βραδύπορας

a person who stays in bed until a relatively late hourOne who indulges in lying abed; a sluggard.

γλουτοί,πατάτα καναπέ,drone,τεμπέλης,γυμνοσάλιαγκας,Σαλιγκάρι,τεμπέλης,δεν κάνει τίποτα,τεμπέλης,τεμπέλης

τρώω,δράστης,απατεώνας,Αυτοκινητούμενος,επιτυχημένος,προχωρήστε,Φιλότιμος,Άριστος μαθητής,Χάμερ,Γυμνό σύρμα

slug => γυμνοσάλιαγκας, slued => στραμπούληξε, slue => λασπομαζώχτρα, sludy => σλάδι, sludger => εκσκαφέας,