Greek Meaning of layabout

τεμπέλης

Other Greek words related to τεμπέλης

Definitions and Meaning of layabout in English

Wordnet

layabout (n)

person who does no work

FAQs About the word layabout

τεμπέλης

person who does no work

γλουτοί,τεμπέλης,δεν κάνει τίποτα,drone,τεμπέλης,τεμπέλης,τεμπέλης,τεμπελιά,γυμνοσάλιαγκας,τεμπελιάρης

επιτυχημένος,τρώω,δράστης,απατεώνας,Αυτοκινητούμενος,προχωρήστε,Φιλότιμος,Χάμερ,Ηλεκτροπαραγωγός σταθμός,ικανός

lay witness => Μάρτυρας που δεν είναι εμπειρογνώμονας, lay up => αποθηκεύω, lay to rest => ενταφιάζω, lay shaft => ενδιάμεσος άξονας, lay reader => λαϊκός αναγνώστης,