Greek Meaning of creeper
αναρριχητικό φυτό
Other Greek words related to αναρριχητικό φυτό
- ανιχνευτής
- Σαλιγκάρι
- αργοπορημένος
- γλουτοί
- πατάτα καναπέ
- βραδυκίνητος
- τεμπέλης
- drone
- Τεμπέλης
- αχρείος
- τεμπέλης
- οπισθοδρομικός
- αργοπορημένος
- τεμπέλης
- αλήτης
- κουτσομπόλης
- κωλοβάρελος
- τεμπέλης
- τεμπελιά
- Αργός
- γυμνοσάλιαγκας
- τεμπελιάρης
- συντηρητικός
- ρολογοκλέφτης
- γυναικάς
- δεν κάνει τίποτα
- Σχολική διαρροή
- τεμπέλης
- τεμπέλης
- Λόλερ
- Λωτοφάγος
- Ξαπλώστρα
- προσομοιωτής
- άχρηστος
- αναβλητικός
- Περιπατητής
- βραδύπορας
Nearest Words of creeper
- creepiness => ανατριχιαστικός
- creeping => ερπετό
- creeping bellflower => Καμπανούλα
- creeping bent => Κόκκινος κυνοχλόα
- creeping bentgrass => αγρωστίδα η ερπυστική
- creeping bugle => Τσικουδιά
- creeping buttercup => Έρπουσας βατράχιον
- creeping charlie => Κισσός ερπυστικός
- creeping crowfoot => Βάτραχος με τα κόκκινα μάτια
- creeping fern => Έρπουσα φτέρη
Definitions and Meaning of creeper in English
creeper (n)
any plant (as ivy or periwinkle) that grows by creeping
a person who crawls or creeps along the ground
any of various small insectivorous birds of the northern hemisphere that climb up a tree trunk supporting themselves on stiff tail feathers and their feet
FAQs About the word creeper
αναρριχητικό φυτό
any plant (as ivy or periwinkle) that grows by creeping, a person who crawls or creeps along the ground, any of various small insectivorous birds of the norther
ανιχνευτής,Σαλιγκάρι,αργοπορημένος,γλουτοί,πατάτα καναπέ,βραδυκίνητος,τεμπέλης,drone,Τεμπέλης,αχρείος
επιτυχημένος,τρώω,δράστης,Χάμερ,απατεώνας,προχωρήστε,Φιλότιμος,Ηλεκτροπαραγωγός σταθμός,Αυτοκινητούμενος,ικανός
creep up => πλησιάζω κρυφά, creep in => σέρνεται μέσα, creep feed => Συμπληρωματική τροφή, creep => μπουσουλώ, creel => Καλάθι,