Greek Meaning of creedal
συμβολικός
Other Greek words related to συμβολικός
Nearest Words of creedal
Definitions and Meaning of creedal in English
creedal (a)
of or relating to a creed
FAQs About the word creedal
συμβολικός
of or relating to a creed
δόγμα,ιδεολογία,φιλοσοφία,Αξίωμα,πιστεύω,δόγμα,Ευαγγέλιο,ιδεολογία,Μανιφέστο,μεταφυσική
αγνωστικισμός,Αθεϊσμός,κοσμικότητα,απιστία,Αθεΐα,Άγνοια,δυσπιστία
creed => Πίστη, cree => Κρι, credulousness => ευπιστία, credulously => ανιδιοτελές, credulous => Ευκολόπιστος,