Greek Meaning of creepiness

ανατριχιαστικός

Other Greek words related to ανατριχιαστικός

Definitions and Meaning of creepiness in English

Wordnet

creepiness (n)

an uneasy sensation as of insects creeping on your skin

FAQs About the word creepiness

ανατριχιαστικός

an uneasy sensation as of insects creeping on your skin

φρικωδία,φόβος,φαντασμαγορία,φόβος,φρικιαστικός,τρομακτικός,αγωνία,αγωνία,Κακία,Ευτέλεια

ευγένεια,ένσταση,έλξη,ελκυστικότητα,επιθυμητότητα,Απόλαυση (apólafsi),απόλαυση,ελκυστικότητα,ευχάριστοτητα,απολαυστικότητα

creeper => αναρριχητικό φυτό, creep up => πλησιάζω κρυφά, creep in => σέρνεται μέσα, creep feed => Συμπληρωματική τροφή, creep => μπουσουλώ,