Greek Meaning of pleasurableness
ευχάριστοτητα
Other Greek words related to ευχάριστοτητα
- αγριότητα
- Ακρότητα
- φρίκη
- Κακία
- Διαφθορά
- φρικτότητα
- κακός
- φρίκη
- φρίκη
- φρίκη
- Ασχήμια
- φρίκη
- Φρίκη
- Ανηθικότητα
- τέρας
- απωθητικότητα
- αμαρτωλότητα
- κακία
- κακία
- Ευτέλεια
- διαφθορά
- διαβολικός
- κακία
- βρωμιά
- φρίκη
- Φρικαλεότητα
- αδικία
- αδικία
- φθόνος
- αηδία
- ασέβεια
- Τρομερότητα
- κατάρα
- κατάρα
- Αθλιότητα
- ατιμία
- αποστροφή
- αθλιότητα
- Κατακριτέο
Nearest Words of pleasurableness
Definitions and Meaning of pleasurableness in English
pleasurableness
causing a feeling of pleasure or enjoyment, pleasant sense 1
FAQs About the word pleasurableness
ευχάριστοτητα
causing a feeling of pleasure or enjoyment, pleasant sense 1
ευγένεια,απόλαυση,επιθυμητότητα,Απόλαυση (apólafsi),ένσταση,έλξη,ελκυστικότητα,απολαυστικότητα,ελκυστικότητα
αγριότητα,Ακρότητα,φρίκη,Κακία,Διαφθορά,φρικτότητα,κακός,φρίκη,φρίκη,φρίκη
pleases => ευχαριστώ, pleas => Παρακαλώ, pleading (to) => ικετευτικός (προς), pleaded (to) => Παρακαλώ (κάποιον), pleaded (for) => ικέτευσε (για),