Greek Meaning of horridness

φρίκη

Other Greek words related to φρίκη

Definitions and Meaning of horridness in English

Wordnet

horridness (n)

a quality of extreme unpleasantness

Webster

horridness (n.)

The quality of being horrid.

FAQs About the word horridness

φρίκη

a quality of extreme unpleasantnessThe quality of being horrid.

Ακρότητα,φρίκη,φρικτότητα,φρίκη,φρίκη,Ασχήμια,Φρίκη,απωθητικότητα,αγωνία,αγωνία

ευγένεια,Απόλαυση (apólafsi),απόλαυση,ένσταση,έλξη,ελκυστικότητα,επιθυμητότητα,ευχάριστοτητα,ελκυστικότητα,απολαυστικότητα

horridly => φρικτά, horrid => φρικτός, horribly => φρικτά, horribleness => φρίκη, horrible => φρικτός,