Greek Meaning of cursedness

κατάρα

Other Greek words related to κατάρα

Definitions and Meaning of cursedness in English

cursedness

being under or deserving a curse

FAQs About the word cursedness

κατάρα

being under or deserving a curse

κατάρα,Κακία,Ευτέλεια,διαφθορά,διαβολικότητα,διαβολικός,αθλιότητα,διαβολικότητα,αμαρτωλότητα,Τρομερότητα

καλοσύνη,ηθική,δικαιοσύνη,αθωότητα,αγνότητα,Αρετή,αγνότητα

curs => σκύλοι, currying favor => Θωπεία, currying => κάρι, curring => Βούκλωμα, curries => κάρυ,