FAQs About the word curtain (off)

Κουρτίνα (εκτός)

to separate or cover (something) by using a curtain

αποκλείω,κλείσε (απενεργοποίησε),Οθόνη (σβηστή),κλείνω με τοίχο,μπάρα,περίφραξη,πύλη,Φύλακας,οδόφραγμα,αποκλεισμός

ανοιχτό,ανοίγω ξανά,ξεμπαρώνω,ξεμπλοκάρω,Ξεβιδώνω

curtailments => περικοπές, curtailing => περικοπή, curtailed => περικομμένος, cursing => βρισιά, curses => κατάρα,