FAQs About the word wall (off)

κλείνω με τοίχο

to separate (something) from the area around it with a wall

αποκλείω,κλείσε (απενεργοποίησε),Φύλακας,μπάρα,οδόφραγμα,αποκλεισμός,Κουρτίνα (εκτός),Οθόνη (σβηστή),περίφραξη,πύλη

ανοιχτό,ανοίγω ξανά,ξεμπαρώνω,ξεμπλοκάρω,Ξεβιδώνω

wall (in) => τοίχος (σε), walkways => διάδρομοι, walk-ups => μονοκατοικίες, walks out on => φεύγει, walks out => βγαίνει,