Greek Meaning of curtained (off)
Κουρτινόκλειστος
Other Greek words related to Κουρτινόκλειστος
Nearest Words of curtained (off)
Definitions and Meaning of curtained (off) in English
curtained (off)
to separate or cover (something) by using a curtain
FAQs About the word curtained (off)
Κουρτινόκλειστος
to separate or cover (something) by using a curtain
φραγμένο,κλειστό,Θωρακισμένοι (μακριά),περιτειχισμένο (από),αποκλεισμένος,Φρουρούμενος,οδοφραγμένος,αποκλεισμένος,με φράγμα,περιφραγμένο
ανοιχτός,επαναλειτουργία,χωρίς εμπόδια,ξεμπλοκαρισμένο,ξεβίδωτος
curtain (off) => Κουρτίνα (εκτός), curtailments => περικοπές, curtailing => περικοπή, curtailed => περικομμένος, cursing => βρισιά,