Greek Meaning of unbarred

χωρίς εμπόδια

Other Greek words related to χωρίς εμπόδια

Definitions and Meaning of unbarred in English

Wordnet

unbarred (s)

not firmly fastened or secured

FAQs About the word unbarred

χωρίς εμπόδια

not firmly fastened or secured

χασμουρητό,ξεβίδωτος,χαλαρός,ξεκλείδωτος,ξεκλείδωτο,ανοικτός,ευρύ,άδειος,εκτεθειμένο,αποκάλυψε

αποκλεισμένο,βουλωμένο,Κλειστό,απροσπέλαστος,μαρμελάδα,εμπόδισαν,συνδεδεμένο,κλείνω,σταμάτησε,Γεμιστό

unbark => Ξεφλουδίζω, unbarbed => άγαντζο, unbar => ξεμπαρώνω, unbaptized => Αβάπτιστος, unbaptised => αβάπτιστος,