Greek Meaning of uncleared

μη εκκαθαρισμένος

Other Greek words related to μη εκκαθαρισμένος

Definitions and Meaning of uncleared in English

Wordnet

uncleared (a)

not cleared; not rid of objects or obstructions

FAQs About the word uncleared

μη εκκαθαρισμένος

not cleared; not rid of objects or obstructions

αποκλεισμένο,βουλωμένο,Κλειστό,απροσπέλαστος,απέραστο,εμπόδισαν,συνδεδεμένο,σταμάτησε,στενός,Επιβαρυμένος

σαφής,ξεκαθαρισμένο,δωρεάν,ανοιχτό,ανεμπόδιστος,άδειος,πλωτός,ικανοποιητικός,ανοιχτός,ακατοίκητο

unclear => ασαφές, uncleansable => ακαθάριστος, uncleanness => ακαθαρσία, uncleanly => ακάθαρτα, uncleanliness => Ακαθαρσία,